Τόρε ντελ Γκρέκο

Τόρε ντελ Γκρέκο
(Torre del Greco). Πόλη (103.577 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Νάπολης, σε απόσταση 12 χλμ., από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Είναι χτισμένη σε υψόμ. 51 μ., στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Βεζούβιου και στην ανατολική ακτή του κόλπου της Νάπολης. Μαζί με τα προάστια η περιοχή αποτελεί κοινότητα, με περισσότερους από 93.000 κάτ. Υπάρχουν εκεί βιομηχανίες τροφίμων, δομικών υλικών, ξυλείας, μηχανοκατασκευών, ενδυμάτων κ.ά. Οι κάτοικοι ασχολούνται συστηματικά με την αλιεία και την επεξεργασία κοραλλιών, για την οποία εκπαιδεύονται σε ειδική σχολή. Στη θέση του Τ. ντελ Γκ. ο Φρειδερίκος B’ έχτισε πύργο με τη λατινική ονομασία turris octava. Toν 14o αι. πήρε τη σημερινή του προσωνυμία από το κρασί το ονομαζόμενο ελληνικό (γκρέκο) που παράγεται από τα αμπέλια της περιοχής. Υπήρξε φέουδο των Καράφα και αργότερα, από την Ιωάννα B’ πέρασε στον Τζοβάνι Καρατσιόλα. Το 1449 ο βασιλιάς Αλφόνσος έχτισε εκεί ένα φρούριο. Η πόλη χτισμένη σε μικρή απόσταση από τον Βεζούβιο, καταστράφηκε πολλές φορές από εκρήξεις του. Άποψη του λιμανιού της ιταλικής πόλης Τόρε Ντελ Γκρέκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… …   Dictionary of Greek

  • καμέα — Όρος που αναφέρεται γενικά σε σκληρές πέτρες διαφόρων ειδών με ανάγλυφη ή ολόγλυφη πλαστική κατεργασία (η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη). Η τεχνική της κ. αξιοποιεί τη σύνθεση της πέτρας σκαλίζοντας λεπτομέρειες της παράστασης στα… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

  • μάργαρο ή σεντέφι — Προϊόν έκκρισης του μανδύα διάφορων μαλακίων (θαλάσσιων ή των γλυκών νερών), το οποίο και αποτελεί το εσωτερικό στρώμα του οστράκου τους. Το μ. απαρτίζεται από λεπτά διαδοχικά στρώματα μιας οργανικής ουσίας με την ονομασία κογχυολίνη, στην οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”